σφηλος

σφηλος
    σφηλός
    3
    подвижный или гибкий
    

(Theocr. - v. l. к φιαρός)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σφηλος" в других словарях:

  • Σφῆλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηλός — ή, όν, Α 1. αυτός που κινείται εύκολα, ευκίνητος 2. (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) σφηλόν α) «λοξόν, πυκνόν, εὐκίνητον» β) «τὸ ἰσχυρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. δεν επιτρέπει τη σύνδεσή της με το ρ. σφάλλω (βλ. και λ. ἐρίσφηλος)] …   Dictionary of Greek

  • Σφῆλε — Σφῆλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφῆλον — Σφῆλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφήλω — Σφή̱λω , Σφῆλος masc nom/voc/acc dual Σφή̱λω , Σφῆλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Sphélvs — SPHÉLVS, i, Gr. Σφῆλος, ου, des Bukolus Sohn, ein Athenienser, dessen Sohn Jasus sein Volk vor Troja anführete. Homer. Il. Ο. v. 338 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Σφῆλ' — Σφῆλε , Σφῆλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφήλοιο — Σφή̱λοιο , Σφῆλος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφήλου — Σφή̱λου , Σφῆλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»